ζωηρόχρωμος

ζωηρόχρωμος
-η, -ο
αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, μονό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνθινος — η, ο (Α ἄνθινος, η, ον και ἀνθινός, ή, όν) αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη αρχ. 1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος 2. ανθηρός, δροσερός 3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος 4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος,… …   Dictionary of Greek

  • ανθεσίχρως — ἀνθεσίχρως, ο, η (Α) ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός …   Dictionary of Greek

  • ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… …   Dictionary of Greek

  • φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”